- ἀπέστρεψα
- ἀποστρέφωturn backaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπέστρεψ' — ἀπέστρεψα , ἀποστρέφω turn back aor ind act 1st sg ἀπέστρεψε , ἀποστρέφω turn back aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστρέφω — αποστρέφω, απέστρεψα και απόστρεψα βλ. πίν. 13 Σημειώσεις: αποστρέφω, αποστρέφομαι : με την έννοια → στρέφω προς την άλλη μεριά (π.χ. του απόστρεψε το πρόσωπο απ τα βλέμματα των άλλων [Κυρία Κούλα, σελ. 30]) δεν έχει παθητική φωνή. Το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής